- εφυδριας
- ἐφυδριάς-άδος adj. f водяная
(Νύμφη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Νύμφη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εφυδριάς — ἐφυδριάς, ἡ (Α) αυτή που ανήκει, που ζει στο νερό («ἐφυδριάδες Νύμφαι», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑδριάς (< ὕδωρ, ατος)] … Dictionary of Greek
ἐφυδριάς — of the water fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφυδριάδας — ἐφυδριάς of the water fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφυδριάδες — ἐφυδριάς of the water fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)